Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Επιμνημόσυνος λόγος του Προέδρου της Βουλής στο Εθνικό Μνημόσυνο πεσόντων κατά την Τουρκανταρσία 1963-1964 - 16/12/2018

Επιμνημόσυνος λόγος του Προέδρου της Βουλής στο Εθνικό Μνημόσυνο πεσόντων κατά την Τουρκανταρσία 1963-1964 - 16/12/2018

Επιμνημόσυνος λόγος του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Δημήτρη Συλλούρη στο Εθνικό Μνημόσυνο πεσόντων Αστυνομικών και Εθελοντών Αγωνιστών κατά την Τουρκανταρσία 1963-1964 - Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018 - 8.30 π.μ. - Ιερός Ναός Αγίου Κασσιανού, Λευκωσία

Κυρίες και Κύριοι,
Η ιστορία του τόπου μας αποδεικνύει διαχρονικά, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα επί του εθνικού μας ζητήματος πηγάζει κατευθείαν από την Τουρκία, η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβληθεί και να κυριαρχήσει επί της Κύπρου σε επίπεδο πολιτικό και γεωστρατηγικό. 

Ανέκαθεν, η Τουρκία λειτουργούσε βάσει επεκτατικών σχεδίων, με στόχο την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανάληψη του πλήρους ελέγχου του νησιού.  Ένα μέσο που χρησιμοποιεί διαχρονικά η Τουρκία είναι η ενθάρρυνση ακραίων εθνικιστικών τάσεων και αισθημάτων μισαλλοδοξίας στον τουρκοκυπριακό πληθυσμό. Απόρροια αυτής της στάσης και συμπεριφοράς από μέρους της Τουρκίας, ήταν η δημιουργία χάσματος, καθώς και η πρόκληση διενέξεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες, με αποκορύφωμα τις συγκρούσεις του 1963-1964. Στην πραγματικότητα, οι συγκρούσεις του 1963-1964 αποτέλεσαν τον πρώτο πληθυσμιακό διαχωρισμό του κυπριακού λαού, ενώ εξελίχθηκαν σε ένα καλά οργανωμένο τουρκικό πραξικόπημα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αφορμή για το ξέσπασμα των βίαιων επεισοδίων υπήρξε η προσπάθεια ελέγχου από όργανα της αστυνομίας στη Λευκωσία κατά τα ξημερώματα της 21ης Δεκεμβρίου του 1963 ενός τουρκοκυπριακού οχήματος και η άρνηση των Τουρκοκυπρίων που επέβαιναν να συνεργαστούν. 

Ως γνωστόν, από τον Νοέμβριο του 1963 είχε προηγηθεί η υποβολή πρότασης για την αναθεώρηση του Συντάγματος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, προκειμένου να καταστεί πιο λειτουργική και αποτελεσματική η αποστολή της εκτελεστικής εξουσίας. Συγκεκριμένα, στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Πρόεδρος Μακάριος υπέβαλε στον Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Φαζίλ Κουτσιούκ, πρόταση – γνωστή ως «τα 13 σημεία» του Μακαρίου – τα οποία προωθήθηκαν αυθημερόν και στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. 

Οι προτάσεις του Προέδρου Μακαρίου -μεταξύ άλλων- αφαιρούσαν το δικαίωμα του βέτο από τον Ελληνοκύπριο Πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας. Ο Πρόεδρος Μακάριος με την υποβολή των «13 σημείων» στόχευε να πεισθεί η Τουρκία να διαπραγματευτεί, ενώ είχε την πεποίθηση ότι  με τη βρετανική στήριξη υπήρχε η δυνατότητα να ακολουθήσει πράγματι ένας κύκλος διαπραγματεύσεων. 

Αρκετοί διασυνδέουν την υποβολή της πρότασης του Μακαρίου με τις συγκρούσεις που ακολούθησαν, καθότι τα «13 αυτά σημεία» αποτελούσαν παράγοντες αποσταθεροποίησης. Η αντίθετη ωστόσο γνώμη, επιρρίπτει ξεκάθαρα την ευθύνη για τα γεγονότα του 1963 στους διχοτομικούς σχεδιασμούς της Άγκυρας. 

Μετά το επεισόδιο της 21ης Δεκεμβρίου, ξέσπασαν συγκρούσεις στη Λευκωσία και αργότερα στη Λεμεσό και την Πάφο. Η εξέλιξη των συγκρούσεων απέδειξε ότι η τουρκική κοινότητα, υπό την καθοδήγηση της Τουρκίας μέσω της τουρκοκυπριακής παραστρατιωτικής οργάνωσης ΤΜΤ, ήταν προ πολλού προετοιμασμένη για να αλλάξει προς όφελός της την πολιτική κατάσταση που δημιούργησαν οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. 

Καθόλη τη διαδικασία συγκρότησης του νεοσύστατου κυπριακού κράτους, η ΤΜΤ – υπό την πολιτική καθοδήγηση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και υπό τον στρατιωτικό έλεγχο του Γραφείου Ειδικού Πολέμου των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων – κατάφερε να δημιουργήσει συνθήκες εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας που θα ευνοούσαν μια αποσταθεροποιητική κατάσταση, ευνοϊκή για την Τουρκία και τους μακροπρόθεσμους στόχους της. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός της κατάσχεσης από τους Βρετανούς του πλοιαρίου «Ντενίζ» στις 18 Οκτωβρίου 1959, το οποίο μετέφερε από την Τουρκία στρατιωτικό υλικό για τον εξοπλισμό της ΤΜΤ. 

Πρόκειται για ένα αλιευτικό πλοίο 25 τόνων, που διενεργούσε μυστικές μεταφορές οπλισμού. Συγκεκριμένα, στις 18 Οκτωβρίου 1959 το πλοιάριο «Ντενίζ»  ανεκόπηκε από βρετανική ακταιωρό, φορτωμένο 6.000 βόμβες, 500 τυφέκια και ένα εκατομμύριο φυσίγγια. Και ενώ το πλήρωμα του πλοιαρίου επιχείρησε την αυτοβύθιση του σκάφους, ώστε να μην ξεσπάσει διεθνές σκάνδαλο, η βρετανική ακταιωρός πρόλαβε να περιμαζέψει δύο κιβώτια πυρομαχικών και να συλλάβει το τριμελές πλήρωμα του αλιευτικού.

Η ΤΜΤ, που ιδρύθηκε στην Άγκυρα τον Μάιο του 1958, είχε αρχηγούς τον Αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Φαζίλ Κουτσούκ και τον Πρόεδρο της Τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως, Ραούφ Ντεκτάς. Οι άνδρες της ΤΜΤ εκπαιδεύονταν από αξιωματικούς της ΤΟΥΡΔΥΚ, αξιωματικούς του Τουρκικού Στρατού, αλλά και από Τουρκοκύπριους αξιωματικούς του Κυπριακού Στρατού. Με φορέα της πολιτικής της την ΤΜΤ, αλλά και την τουρκοκυπριακή ηγεσία, η Τουρκία χάρασσε ανέκαθεν με τέτοιο τρόπο την πολιτική έκφραση των Τουρκοκυπρίων, ώστε να διευκολύνει την προώθηση των σχεδίων της. Ακόμα και στη δομή της πολιτικής οργάνωσης των Τουρκοκυπρίων, επικεφαλής τέθηκαν επιλογές της Άγκυρας.

Ο στόχος του τουρκικού πραξικοπήματος του 1963 ήταν να αναγκάσει στη θυλακοποίηση των Τουρκοκυπρίων και σε ένα de facto γεωγραφικό διαχωρισμό. Και αυτό επετεύχθη. Οι θύλακοι εκ των πραγμάτων δημιούργησαν τετελεσμένα που ευνοούσαν μακροπρόθεσμα την Τουρκία. Η δημιουργία τους επέβαλε πολιτικό, γεωγραφικό και κοινωνικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, γεγονός το οποίο ανέτρεπε τα κεκτημένα των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Στους τουρκοκυπριακούς θύλακες σχηματίστηκαν διοικητικοί μηχανισμοί, οι οποίοι ενισχύονταν και συντηρούνταν οικονομικά από την Τουρκία, καθώς και η δυνατότητα της Άγκυρας να επέμβει στρατιωτικά, επέβαλαν τη ριζική αναδιοργάνωση της ελληνικής πλευράς.
Η επιδίωξη της Κυπριακής Κυβέρνησης ήταν να διαφυλάξει το κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρά το ότι προσπάθησε αρχικά να αποδυναμώσει τη δράση της ΤΜΤ, εντούτοις δεν πέτυχε να εξουδετερώσει τον επιδιωκόμενο στόχο της Τουρκίας που απέβλεπε στη διαρκή ενίσχυσή της.

Με τα γεγονότα του1963-64, το Κυπριακό εισήλθε σε μια νέα φάση, πλην όμως εξαιρετικά δύσκολη, αφού στηριζόταν σε πολύ λεπτές ισορροπίες. Η κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την αρχή στήριξε την οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη συμμετοχή στην Πενταμερή Διάσκεψη του Λονδίνου. Επιπλέον, με το ψήφισμα του 186 του Μαρτίου 1964 διασφάλισε το αυτονόητο, δηλαδή την αναγνώριση της κυβέρνησης Μακαρίου ως της μόνης νόμιμης στο νησί, αλλά και σύσταση Ειρηνευτικής Δύναμης (UNFICYP) με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας.

Αυτή η οργανωμένη και παράνομη κίνηση των Τουρκοκυπρίων τον ματωμένο εκείνο Δεκέμβρη του 1963, αυτό το ατόπημα – που ορθώς ονομάστηκε τουρκανταρσία – φανερώνει περίτρανα τις πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας, η οποία εργάζεται εδώ και χρόνια πάνω σε έναν και μοναδικό στόχο: αυτόν της κατάρρευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προβαίνοντας συνεχώς σε παρανομίες και παραβιάσεις, επιτυγχάνει η Τουρκία την καταστρατήγηση των αρχών του δικαίου και τη θυματοποίηση της πατρίδας μας.
Η τουρκανταρσία αποτελεί ένα σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο των επεκτατικών προθέσεων της Τουρκίας, όπως και μιας διάθεσης παντουρκισμού: μέσω της διάδοσης δηλαδή του τουρκικού εθνικισμού, επιχειρείται η μεταφορά του τουρκικού κράτους στα εδάφη όπου υπάρχουν και ζουν Τούρκοι. 

Ως εκ τούτου, αντιλαμβανόμαστε ότι η προσπάθεια της ελληνοκυπριακής πλευράς για διαπραγμάτευση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη – ο οποίος λειτουργεί ως φερέφωνο της κυβέρνησης της Άγκυρας – καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία. Οι προκλητικές και υπερβολικές απαιτήσεις της Τουρκίας -και κατ’ επέκταση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας- καθώς και οι διαχρονικές συμπεριφορές που στοχεύουν στον διαχωρισμό του πληθυσμού της Κύπρου και στη νομιμοποίηση παράνομων ενεργειών ως τετελεσμένων, αποδεικνύουν ότι η επίτευξη μιας δίκαιης λύσης επί του εθνικού μας ζητήματος είναι κάτι ανέφικτο. 

Σήμερα, τιμούμε τη μνήμη αυτών που προστάτευσαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση την ανεξαρτησία και την υπόσταση της νεοσύστατης τότε Κυπριακής Δημοκρατίας. Η  ενθύμηση της προσφοράς και της θυσίας τους, λειτουργεί για μας ως κινητήρια δύναμη, ώστε να συνεχίσουμε να αντιστεκόμαστε στους πραγματικούς υπαίτιους για την κατοχή της πατρίδας μας, την επαπειλούμενη διχοτόμηση του νησιού, οι οποίοι έχουν ίσως και την προσδοκία ότι θα λησμονήσουμε τα πραγματικά γεγονότα και την αλήθεια και θα συνθηκολογήσουμε σε μια άδικη και ντροπιαστική λύση. Μια τέτοια υποχώρηση από μέρους μας θα είναι η επιτάφια πλάκα για τη χώρα, την ιστορία, το Έθνος μας. 

Ευκταία λύση δεν μπορεί να υπάρξει. Και αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και να μιλάμε με βάση τα δεδομένα που έχουμε, θα πρέπει να το γνωρίζουμε αυτό. Με την Τουρκία να χειρίζεται απόλυτα το εθνικό μας ζήτημα και να κατευθύνει τις αποφάσεις και τις κινήσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς, οι διαδικασίες γίνονται ακόμη πιο επώδυνες και οι ελπίδες μας περιορίζονται. Ωστόσο, μπορούμε και πρέπει να διεκδικήσουμε μια λειτουργική τουλάχιστον λύση, για το κράτος και τους πολίτες, που να βασίζεται στις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, τις αρχές της δημοκρατίας, σεβόμενη τα ανθρώπινα δικαιώματα κάθε Κύπριου πολίτη. 

Με σκληρή και σοβαρή δουλειά, μακριά από προσωπικά συμφέροντα και σκοπιμότητες, οφείλουμε την ίδια στιγμή να εργαστούμε για τον εκσυγχρονισμό τους κράτους μας, αναβαθμίζοντας θεσμούς και μηχανισμούς, ενισχύοντας τις αρχές της ισονομίας και της ισοπολιτείας, πατάσσοντας την κακονομία και τη διαφθορά. 

Κυρίες και κύριοι,
Τα κάστρα δεν πέφτουν με ευχές. Και οι μεγάλες αλλαγές δεν επιταγχάνονται με οπισθοχωρήσεις. 

Η ιστορική αλήθεια είναι μία. Τα γεγονότα είναι εκεί και τα γνωρίζουμε. Ορθώνονται ενώπιόν μας και ζητούν από εμάς επαγρύπνηση, αίσθημα αγωνιστικότητας και φρόνημα ισχυρό και ακέραιο, ώστε να συνεχίσουμε τον αγώνα για αποκατάσταση της τάξης και της δικαιοσύνης στον τόπο μας. 

Αιωνία ας είναι η μνήμη των ηρώων μας.
Άσβεστη ας μένει στον χρόνο η ανάμνηση της θυσίας και της προσφοράς τους.