Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Ιστορική ανασκόπηση

Ιστορική ανασκόπηση

Τα μεσάνυχτα της 15ης προς τη 16η Αυγούστου του 1960 η Κύπρος έπαψε να αποτελεί βρετανική αποικία και έγινε ανεξάρτητη Δημοκρατία. Στις 16 Αυγούστου ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης Σερ Χιου Φουτ, σε επίσημη τελετή στη Βουλή των Αντιπροσώπων, παρέδωσε την εξουσία στον πρώτο Πρόεδρο της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄ και στον πρώτο της Αντιπρόεδρο Φαζίλ Κουτσιούκ, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί στα ύπατα αξιώματα του κράτους στις πρώτες προεδρικές εκλογές, που διεξήχθησαν στις 13 Δεκεμβρίου 1959.

Στο σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας γίνεται σαφής διάκριση των τριών πολιτειακών εξουσιών. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και το υπουργικό συμβούλιο, η δικαστική από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας και η νομοθετική εξουσία από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τις Κοινοτικές Συνελεύσεις. Οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου και το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας προβλέπουν τη σύσταση δύο αιρετών Κοινοτικών Συνελεύσεων, μιας ελληνικής και μιας τουρκικής, οι οποίες επιλαμβάνονται όλων των εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών θεμάτων των δύο κοινοτήτων.

Οι πρώτες βουλευτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν την 31η Ιουλίου 1960 και στις 7 Αυγούστου 1960 έλαβαν χώραν οι εκλογές για την ανάδειξη των Κοινοτικών Συνελεύσεων. Οι εκλογές διεξήχθησαν με πλειοψηφικό σύστημα και με βάση την αποικιακή νομοθεσία. Ο αριθμός των βουλευτών, σύμφωνα με το σύνταγμα, οριζόταν στους πενήντα, από τους οποίους οι τριάντα πέντε (70%) εκλέγονταν από την ελληνική κοινότητα και οι δεκαπέντε (30%) από την τουρκική κοινότητα.

Η νεοσύστατη Βουλή αντιμετώπισε εξαρχής προβλήματα ομαλής λειτουργίας που πήγαζαν από τις αδυναμίες του συντάγματος. Το δοτό σύνταγμα της Κύπρου, που εκπονήθηκε από μια μικτή συνταγματική επιτροπή, παρόλο που διασφαλίζει τις βασικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, εμπεριέχει διαιρετικά στοιχεία που αποτέλεσαν εξαρχής τροχοπέδη στην ομαλή πορεία και εξέλιξη του κράτους. Τέτοιες πρόνοιες είναι, ανάμεσα σε άλλες, το δικαίωμα αρνησικυρίας του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, η εκλογή από τις δύο κοινότητες χωριστών δήμων στις πέντε κυριότερες πόλεις και η χωριστή πλειοψηφία Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων βουλευτών για την τροποποίηση του εκλογικού νόμου και για τη θέσπιση νομοθεσίας περί δήμων ή περί φόρων και τελών. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη μια μικρή μειοψηφία Τουρκοκύπριων βουλευτών έχει δικαίωμα να ανατρέψει τη θέληση της πλειοψηφίας. Το 1961 οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές, κάνοντας χρήση του δικαιώματος αυτού, καταψήφισαν το νομοσχέδιο για παράταση του φορολογικού νόμου και στη συνέχεια το νομοσχέδιο περί φόρου εισοδήματος, με αποτέλεσμα να μείνει η Δημοκρατία χωρίς σχετική νομοθεσία για τέσσερα χρόνια.

Μετά τις διακοινοτικές ταραχές που σημειώθηκαν το Δεκέμβριο του 1963 οι δεκαπέντε Τουρκοκύπριοι βουλευτές αποχώρησαν και έκτοτε οι έδρες τους παραμένουν κενές. Αποχώρησαν επίσης όλοι οι Τουρκοκύπριοι που κατείχαν πολιτειακά αξιώματα ή θέση στο δημόσιο τομέα. Η Βουλή συνέχισε να λειτουργεί, με βάση τις ισχύουσες συνταγματικές ρυθμίσεις, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν κατά καιρούς από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις στην κυπριακή πολιτειακή ζωή. Τις θέσεις των τριών Τουρκοκύπριων υπουργών που αποχώρησαν κατέλαβαν Ελληνοκύπριοι υπουργοί και οι αρμοδιότητες του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου μεταβιβάστηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Μάρτιο του 1965, με νόμο που θέσπισε η Βουλή, οι νομοθετικές αρμοδιότητες της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης μεταβιβάστηκαν στη Βουλή, οι αρμοδιότητές της επί εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων στο συνιστώμενο με βάση τον ίδιο νόμο Υπουργείο Παιδείας και οι υπόλοιπες διοικητικές της αρμοδιότητες στα άλλα συναφή υπουργεία.

Λόγω της έκρυθμης κατάστασης που ακολούθησε τα δραματικά γεγονότα του 1963 οι επόμενες βουλευτικές εκλογές δε διεξήχθησαν τον Ιούλιο του 1965 αλλά στις 5 Ιουλίου 1970, αφού η θητεία των μελών της Βουλής παρατεινόταν κάθε χρόνο με σχετική νομοθεσία. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και η τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου 1974, η κατάληψη από τα τουρκικά στρατεύματα του 37% του κυπριακού εδάφους και η βίαιη εκδίωξη από τα σπίτια και τις περιουσίες του του ενός περίπου τρίτου του πληθυσμού είχαν ως συνέπεια την αναβολή και πάλι των βουλευτικών εκλογών. 'Ετσι, οι επόμενες βουλευτικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία διεξήχθησαν στις 5 Σεπτεμβρίου 1976.

Στις βουλευτικές περιόδους που ακολούθησαν η Βουλή ανέλαβε μια ακόμα αποστολή: τη θέσπιση, σε συνεργασία με την εκτελεστική εξουσία, ειδικής νομοθεσίας για την ισότιμη κατανομή των βαρών από την εισβολή και την κατοχή, καθώς και άλλων νομοθετικών μέτρων που στόχευαν στην ανόρθωση της οικονομίας του τόπου και στην ανακούφιση των εκτοπισθέντων, των παθόντων και των οικογενειών των αγνοουμένων. Έκτοτε συμμετέχει επίσης ενεργά, τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, στον αγώνα του λαού για εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος.

Σημαντικό σταθμό στην ιστορία του κοινοβουλίου αποτελεί η απόφαση που έλαβε η Βουλή στις 20 Ιουνίου 1985 για αύξηση του αριθμού των βουλευτών σε ογδόντα, από τους οποίους οι πενήντα έξι εκλέγονται από την ελληνική κοινότητα και οι είκοσι τέσσερις από την τουρκική κοινότητα, για να διατηρείται η προβλεπόμενη από το σύνταγμα αναλογία του 70% προς 30%. Η απόφαση αυτή λήφθηκε κατ΄ επίκληση του δικαίου της ανάγκης, αφού το σύνταγμα επιτάσσει χωριστή πλειοψηφία Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων βουλευτών για τη σχετική τροποποίηση. Η αύξηση του αριθμού των βουλευτών επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων, αφού, λόγω της διεύρυνσης των δραστηριοτήτων της Βουλής και της συμμετοχής της σε πολλούς διεθνείς κοινοβουλευτικούς οργανισμούς, ο αριθμός των πενήντα βουλευτών ήταν εξ αντικειμένου ανεπαρκής για την απρόσκοπτη λειτουργία του σώματος και ειδικά των κοινοβουλευτικών επιτροπών.