Κυπριακή Δημοκρατία Κυπριακή Δημοκρατία

Πολιτικός διάλογος μεταξύ της ΕΕ και των εθνικών κοινοβουλίων

Πολιτικός διάλογος μεταξύ της ΕΕ και των εθνικών κοινοβουλίων

Συναφώς επισημαίνεται ότι, στα πλαίσια του πολιτικού διαλόγου μεταξύ της ΕΕ και των εθνικών κοινοβουλίων και σε μια προσπάθεια μείωσης του δημοκρατικού ελλείμματος στην Ένωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έπειτα από πρωτοβουλία του τότε Προέδρου της José Manuel Barroso («πρωτοβουλία Barroso»), είχε αποφασίσει το 2006 να αποστέλλει κατευθείαν στα εθνικά κοινοβούλια όλες τις νομοθετικές της προτάσεις και άλλα έγγραφα, καλώντας τα παράλληλα να αποστέλλουν τις απόψεις τους επί των εγγράφων αυτών, τόσο σε σχέση με την αρχή της επικουρικότητας  όσο και επί της ουσίας.

Η πιο πάνω πρακτική θεσμοθετήθηκε και επίσημα πλέον με την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, από την 1η Δεκεμβρίου 2009, αφού τα εν λόγω έγγραφα διαβιβάζονται στη Βουλή των Αντιπροσώπων όπως και σε όλα τα εθνικά κοινοβούλια της ΕΕ απευθείας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Πρωτόκολλο (Αρ. 1) της Συνθήκης της Λισαβόνας σχετικά με το Ρόλο των Εθνικών Κοινοβουλίων στην ΕΕ . Με αυτό τον τρόπο, τα εθνικά κοινοβούλια της ΕΕ μπορούν να αποστέλλουν τις απόψεις τους στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, είτε σε σχέση με την τήρηση ή την παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας εντός χρονικής προθεσμίας οκτώ εβδομάδων σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, είτε σε σχέση με την ουσία μιας νομοθετικής πρότασης της ΕΕ χωρίς χρονικό περιορισμό. Το δικαίωμα των εθνικών κοινοβουλίων να διατυπώνουν επίσημα τη θέση τους επί νομοθετικών και μη νομοθετικών προτάσεων της ΕΕ στηρίζεται στη λογική της μείωσης του δημοκρατικού ελλείμματος στην ΕΕ και στην προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ της ΕΕ και των ευρωπαίων πολιτών, έτσι ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται όσο το δυνατό εγγύτερα στους πολίτες.

Επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τις απόψεις των εθνικών κοινοβουλίων σε σχέση με την ουσία των νομοθετικών προτάσεων, στα πλαίσια του πολιτικού διαλόγου που εγκαινίασε η πρωτοβουλία Barroso, δεν υπάρχει οποιαδήποτε θεσμοθετημένη δέσμευση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αξιοποίηση των απόψεων αυτών όπως υπάρχει για τον έλεγχο της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας.  Ωστόσο η διαδικασία αυτή έχει την πολιτική της σημασία και θα πρέπει να αξιοποιείται από τα εθνικά κοινοβούλια, αφού τους προσφέρεται ένα κανάλι για να διοχετεύουν τις απόψεις τους προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Αντίθετα, κατά την άσκηση ελέγχου της τήρησης ή μη της αρχής της επικουρικότητας, η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επανεξετάζει μια νομοθετική της πρόταση, εφόσον οι αιτιολογημένες γνώμες που κρίνουν ότι δεν τηρείται η αρχή της επικουρικότητας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων που έχουν τα εθνικά κοινοβούλια (Το όριο αυτό καθορίζεται στο ένα τέταρτο των ψήφων όταν πρόκειται για σχέδιο νομοθετικής πράξης που αφορά το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης της ΕΕ).

Με άλλα λόγια, σε περίπτωση κατά την οποία ένα εθνικό κοινοβούλιο της ΕΕ αποφασίσει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα έπρεπε να ρυθμίσει νομοθετικά ένα ζήτημα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά θα έπρεπε αντιθέτως να το αφήσει στη ρυθμιστική σφαίρα των κρατών μελών και, συνεπώς έχει παραβιάσει την αρχή της επικουρικότητας, αποστέλλει στα θεσμικά όργανα της ΕΕ έγγραφο που ονομάζεται «Αιτιολογημένη Γνώμη» επεξηγώντας τους λόγους της απόφασής του.